- τοξοπλάσμωση
- Συγγενής ή επίκτητη λοίμωξη που προκαλείται από ένα πρωτόζωο, ενδοκυτταρικό παράσιτο (Toxoplasma Gondii), που προσβάλλει τα σπλάγχνα, τα μάτια και το νευρικό σύστημα. Στην επίκτητη τ., οξείας γενικά διαδρομής, παρατηρούνται διάφορες μορφές: λεμφαδενική, με προσβολή των λεμφογαγγλίων και των πρώτων αναπνευστικών οδών, εξανθηματική, όπως η προηγούμενη με την προσθήκη κηλιδοβλατιδώδους εξανθήματος και σπλαγχνική, με εικόνα εντεροκολίτιδας. Στη συγγενή τ., με υποξεία ή χρονία συνήθως πορεία, παρουσιάζεται υδροκέφαλος (40-60% των περιπτώσεων), επιληπτικοί σπασμοί, σπαστικές ή χαλαρές παραλήσεις, μυοκλονίες, πνευματική καθυστέρηση, βαριές αλλοιώσεις του αμφιβληστροειδούς. Για τη διάγνωση της πάθησης χρησιμοποιούνται διάφορες εργαστηριακές εξετάσεις. Η θεραπευτική αγωγή στηρίζεται κυρίως στη χορήγηση σουλφοναμίδων.
* * *η, Ν1. ιατρ. παρασιτική νόσος τού ανθρώπου, που οφείλεται σε ένα είδος τού ενδοκυττάριου πρωτοζώου τοξόπλασμα2. (κτην.) ζωονόσος που προκαλείται από την προσβολή τών ιστικών κυττάρων τού κεντρικού νευρικού συστήματος, τής σπλήνας, τού ήπατος και άλλων οργάνων από ένα παράσιτο τού είδους Τοxoplasma gondii.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxoplasmosis < toxoplasma (πρβλ. τοξόπλασμα) + κατάλ. -osis (< κατάλ. -ωσις < ρ. σε -ῶ / -όω)].
Dictionary of Greek. 2013.